- δεσποσύνη
δεσποσύνη, ἡ, die unumschränkte Herrschaft, Her. 7, 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσποσύνη, ἡ, die unumschränkte Herrschaft, Her. 7, 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσποσύνη — η (Α δεσποσύνη) νεοελλ. 1. η θυγατέρα τού δεσπότη, τού κυρίου 2. η δεσποινίς αρχ. απολυταρχική διακυβέρνηση, δεσποτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού επιθ. δεσπόσυνος*] … Dictionary of Greek
δεσποσύνη — δεσπόσυνος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) δεσποσύνη absolute rule fem nom/voc sg (attic epic ionic) δεσποτεία the power of a master fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
Λιφάρ, Σεργκέι — (Serge Lifar, Κίεβο 1905 – Λοζάνη 1986). Γάλλος χορευτής και χορογράφος, ρωσικής καταγωγής. Σπούδασε στο Κίεβο, στη σχολή χορού της Μπρονισλάβα Νιζίνσκαγια –την οποία αργότερα ακολούθησε στο Παρίσι– και τελειοποιήθηκε στο Τορίνο με τον Εμίλιο… … Dictionary of Greek
δεσποσυνάων — δεσποσυνά̱ων , δεσπόσυνος of masc/fem gen pl (epic aeolic) δεσποσυνά̱ων , δεσποσύνη absolute rule fem gen pl (epic aeolic) δεσποσυνά̱ων , δεσποτεία the power of a master fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσύναισιν — δεσπόσυνος of fem dat pl (epic ionic aeolic) δεσποσύνη absolute rule fem dat pl (epic ionic aeolic) δεσποτεία the power of a master fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσύνην — δεσπόσυνος of fem acc sg (attic epic ionic) δεσποσύνη absolute rule fem acc sg (attic epic ionic) δεσποτεία the power of a master fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)