δεσποτεία

δεσποτεία

δεσποτεία, , die unumschränkte Herrschaft, wie sie der Perserkönig hat, dah. βαρβαρική Isocr. 5, 154; Plat. Legg. III, 698 a; Ggstz δουλεία Parm. 133 e u. Sp., wie Luc. luct. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεσποτεία — δεσποτείᾱ , δεσπότειος fem nom/voc/acc dual δεσποτείᾱ , δεσπότειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱ , δεσποτεία the power of a master fem nom/voc/acc dual δεσποτείᾱ , δεσποτεία the power of a master fem nom/voc sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτείᾳ — δεσποτείᾱͅ , δεσπότειος fem dat sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱͅ , δεσποτεία the power of a master fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτεία — η (AM δεσποτεία) 1. η εξουσία τού κυρίου επί τών δούλων του 2. η σχέση τού κυρίου προς τους δούλους του νεοελλ. 1. η πλήρης υποταγή («βρίσκεται υπό τη δεσποτεία τού...») α. φρ. «πεφωτισμένη ή φωτισμένη δεσποτεία» αυταρχική διακυβέρνηση ενός… …   Dictionary of Greek

  • δεσποτεία — η απεριόριστη εξουσία, απόλυτα αυταρχική διακυβέρνηση από μονάρχη: Είναι παροιμιώδης η δεσποτεία των μοναρχών του μεσαίωνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεσποτείας — δεσποτείᾱς , δεσπότειος fem acc pl δεσποτείᾱς , δεσπότειος fem gen sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱς , δεσποτεία the power of a master fem acc pl δεσποτείᾱς , δεσποτεία the power of a master fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτείαι — δεσποτείᾱͅ , δεσπότειος fem dat sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱͅ , δεσποτεία the power of a master fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτείαν — δεσποτείᾱν , δεσπότειος fem acc sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱν , δεσποτεία the power of a master fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό …   Dictionary of Greek

  • δεσποτία — δεσποτίᾱ , δεσποτεία the power of a master fem nom/voc/acc dual δεσποτίᾱ , δεσποτεία the power of a master fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτίας — δεσποτίᾱς , δεσποτεία the power of a master fem acc pl δεσποτίᾱς , δεσποτεία the power of a master fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”