- δεσποτίσκος
δεσποτίσκος, ὁ, schmeichelndes dim. von δεσπότης, Eur. Cycl. 267.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσποτίσκος, ὁ, schmeichelndes dim. von δεσπότης, Eur. Cycl. 267.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσποτίσκος — ο (AM δεσποτίσκος) ο μικρός δεσπότης, ο μικρός κύριος νεοελλ. με μειωτική σημασία, προκειμένου για κληρικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού δεσπότης*] … Dictionary of Greek
δεσποτίσκε — δεσποτίσκος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek