- δεσποτίδιον
δεσποτίδιον, τό, dim. zum vor., Aristaen. 1, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσποτίδιον, τό, dim. zum vor., Aristaen. 1, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσποτίδιον — δεσποτίδιον, το (Α) ο μικρός κύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού δεσπότης] … Dictionary of Greek
δεσποτίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek