- δισσάκις
δισσάκις, p. auch δισσάκι, Arat. 968; διττάκι, Qu. Sm. 2, 56 u. a. Sp.; zweimal, zweifach.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δισσάκις, p. auch δισσάκι, Arat. 968; διττάκι, Qu. Sm. 2, 56 u. a. Sp.; zweimal, zweifach.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δισσάκις — (Α) [δισσός] επίρρ. δις … Dictionary of Greek
διττός — και δισσός, ή, ό (AM διττός και δισσός, ή, όν) 1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη 2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές 3. διφορούμενος, ασαφής αρχ. 1. στον πληθ. δύο 2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις… … Dictionary of Greek