δι-στοιχία

δι-στοιχία

δι-στοιχία, , Doppelreihe; Theophr.; Ael. H. A. 9, 40.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιονοστοιχία — η σειρά ισομεγέθων κιόνων που απέχουν εξίσου ο ένας από τον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + στοιχία (< στοιχος < στείχω «βαδίζω»), πρβλ. αμαξο στοιχία, δεντρο στοιχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Σχινά και… …   Dictionary of Greek

  • κωδωνοστοιχία — η σειρά από καμπάνες διαφόρων μεγεθών οι οποίες είναι τονισμένες έτσι ώστε να δίνουν μία ή περισσότερες χρωματικές όγδοες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + στοιχία (< στοιχος < στείχω «βαδίζω»), πρβλ. αμαξο στοιχία, δεντρο στοιχία] …   Dictionary of Greek

  • οδοντοστοιχία — η 1. το σύνολο τών δοντιών τα οποία είναι διατεταγμένα στη φατνιακή απόφυση τής άνω και κάτω γνάθου και σχηματίζουν, αντίστοιχα, τον άνω και κάτω οδοντικό φραγμό 2. φρ. «οδοντοστοιχία τεχνητή» διάταξη τεχνητών δοντιών που κατασκευάζεται από… …   Dictionary of Greek

  • πυραυλοστοιχία — η, Ν στρ. (κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Όθωνος) ονομασία λόχου, που συστάθηκε για την εξυπηρέτηση τών πυραύλων οι οποίοι εκσφενδονίζονταν για να προξενήσουν εμπρησμό σε πόλεις, πυριτιδαποθήκες και εργοστάσια τού εχθρού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πυροβολοστοιχία — η, Ν η κανονιοστοιχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο + στοιχία (< στοιχος < στείχω «βαδίζω»), πρβλ. αμαξο στοιχία, κιονο στοιχία) …   Dictionary of Greek

  • ολμοστοιχία — η μονάδα πυροβολικού που αποτελείται από ολμοβόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλμος + στοιχία (< στοίχος < στοίχος), πρβλ. οδοντο στοιχία] …   Dictionary of Greek

  • τηλεβολοστοιχία — η, Ν συστοιχία τηλεβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεβόλο + στοιχία (< στοιχος < στοῖχος < στείχω), πρβλ. κιονο στοιχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • αμαξοστοιχία — η (ή συρμός) τεχνολ. το σύνολο τών βαγονιών που τραβά μια σιδηροδρομική μηχανή έλξεως, μαζί με την μηχανή. Υπάρχουν επιβατικές αμαξοστοιχίες, αμαξοστοιχίες εμπορευμάτων, μικτές (όταν μεταφέρουν επιβάτες κι εμπορεύματα), ταχείες και υπερταχείες… …   Dictionary of Greek

  • γραμματοστοιχίες — οι σειρές στοιχειοθετημένων τυπογραφικών στοιχείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + στοιχία < στοιχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”