- δεσμάτιον
δεσμάτιον, τό, Bändchen, Schol. Theocr. 4, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσμάτιον, τό, Bändchen, Schol. Theocr. 4, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσμάτιον — δεσμάτιον, το (Α) δεματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού δέσμα*] … Dictionary of Greek