δεσμή

δεσμή

δεσμή, (auch δέσμη accent.), Bündel, Bund, Dem. 25, 34; ϑύμου δέσμαι τινές Alexis Ath. XIV, 652 c, u. sonst; bes. von Aehrenbunden, N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δέσμη — package fem nom/voc sg (attic epic ionic) δεσμέω undergo ankylosis pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δεσμέω undergo ankylosis imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) δεσμεύω fetter pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δεσμεύω fetter imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμῃ — δέσμη package fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμη — Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο… …   Dictionary of Greek

  • δέσμη — η σύνολο από όμοια πράγματα που συγκρατούνται μεταξύ τους με χαλαρό σύνδεσμο, δεμάτι, πακέτο: Το συμβόλαιο αγοράς του σπιτιού αποτελείται από μια δέσμη εγγράφων. – Δέσμη φωτεινών ακτίνων (ακτίνες που συγκεντρώνονται από την ίδια πηγή) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοενεργητική δέσμη — Χαρακτηρισμός ενός συνόλου σωματίων που έχουν την ίδια ενέργεια. Όταν η δέσμη αποτελείται από πανομοιότυπα σωμάτια, οι τρεις όροι μονοχρωματικός, μονοκινητικός και μ. έχουν την ίδια σημασία. Αν η μάζα ενός σωματίου είναι γνωστή, η ορμή του… …   Dictionary of Greek

  • δέσμαι — δέσμη package fem nom/voc pl δέσμᾱͅ , δέσμη package fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμῶν — δέσμη package fem gen pl δεσμέω undergo ankylosis pres part act masc nom sg (attic epic doric) δεσμεύω fetter pres part act masc nom sg (attic epic doric) δεσμεύω fetter pres part act masc voc sg (doric aeolic) δεσμεύω fetter pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμαις — δέσμη package fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμην — δέσμη package fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμης — δέσμη package fem gen sg (attic epic ionic) δεσμέω undergo ankylosis imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) δεσμεύω fetter imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”