δι-τρόχαιος

δι-τρόχαιος

δι-τρόχαιος, , Doppeltrochäus, δι-τρόχαιος, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροχαῖος — running masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • τροχαίος — α, ο 1. που έχει σχέση με τα τροχοφόρα και την κίνησή τους: Τροχαίο δυστύχημα. 2. το αρσ. ως ουσ., τροχαίος, ο, α. δισύλλαβο μέτρο, που η πρώτη του συλλαβή (η θέση) είναι τονισμένη (στα αρχαία μακρόχρονη) και η δεύτερη (η άρση) άτονη (στα αρχαία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχαῖον — τροχαῖος running masc acc sg τροχαῖος running neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαῖα — τροχαῖος running neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαῖοι — τροχαῖος running masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαντός — ή, όν, Α [σημαίνω] φρ. «σημαντὸς τροχαῑος» (μετρ.) τροχαίος που αποτελείται από οκτάσημη θέση και τετράσημη άρση …   Dictionary of Greek

  • τροχαιοπαιωνόπρωτος — ὁ, Μ (μετρ.) ο τροχαίος και ο πρώτος παιάνας, δηλαδή ∪ ∪∪∪. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαῖος + παιών, παιῶνος, αττ. τ. τής λ. παιάν + πρῶτος] …   Dictionary of Greek

  • τροχαιοπυρρίχιος — ὁ, Μ (μετρ.) ο τροχαίος και πυρρίχιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαῖος + πυρρίχιος] …   Dictionary of Greek

  • τροχαιοχόρειος — ὁ, Μ (στη μετρική) ο τροχαίος και τρίβραχυς ∪∪∪∪. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαῖος + χορεῖος] …   Dictionary of Greek

  • άλογοι χρόνοι — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία ελληνική μετρική οι χρόνοι των οποίων το μέγεθος οριζόταν με κλάσματα του πρώτου χρόνου και όχι με ακέραιους αριθμούς όπως γινόταν με τους ρητούς χρόνους (πρώτος, δίσημος, τρίσημος, τετράσημος και κάθε χρόνος που, ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”