διττός

διττός

διττός, att. = δισσός. Ebenso διττάκις u. ä.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διττός — και δισσός, ή, ό (AM διττός και δισσός, ή, όν) 1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη 2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές 3. διφορούμενος, ασαφής αρχ. 1. στον πληθ. δύο 2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις… …   Dictionary of Greek

  • διττός — δισσός twofold masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • сугубый — сугуб, а, о, др. русск. сугубъ, сугубь, ст. слав. соугоубь διττός, διπλοῦς (Клоц., Супр., Еuсh. Sin.). По видимому, из *sǫ (см. су I) и к. *gub ; ср. гибкий, губить, гнуть. Ст. слав. соу вместо *сѫ , возм., объясняется ассимиляцией гласных.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Ditto (Pokémon) — Saltar a navegación, búsqueda Ditto Pokédex Nacional Lapras Ditto (#132) Eevee Pokédex Johto Alakazam Ditto (#092) Pineco N. japonés Metamon …   Wikipedia Español

  • δισσός — ή, όν βλ. διττός …   Dictionary of Greek

  • διττάγκιστρο — το διπλό αγκίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διττός + άγκιστρο. Η λ. διττάγκιστρον μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • διφάσιο — το (Α διφάσιος, α, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διφάσιο είδος ορυκτού αρχ. 1. ο δύο ειδών, διττός 2. στον πληθ. δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διφάσιος σχηματίστηκε από το δί φατος «αμφίβολος, αμφιλεγόμενος» (Ησύχ.) κατά το διπλάσιος. Το β συνθετικό τής… …   Dictionary of Greek

  • πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿԴԻՄԻ — ( ) NBH 1 0691 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c ա. διπρόσωπος biformis, biceps Ունօղ զերկուս դէմս, զերեսս, զկերպարանս. *Չորեքթեւեան եւ երկդիմիս, եւ մարմին մի, եւ գլուխ երկուս. Եւս. քր. ՟Ա: *Գազանք անծանօթք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • du̯ō(u) (*du̯ei-) —     du̯ō(u) (*du̯ei )     English meaning: two     Deutsche Übersetzung: “zwei”     Grammatical information: m. (grammatical double form duu̯ōu), du̯ai f. n., besides du̯ei , du̯oi , du̯i     Note: compare the summary by Brugmann II2 2, 6 82… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”