- βακτηρεύω
βακτηρεύω, = βακτρεύω, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βακτηρεύω, = βακτρεύω, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βακτηρευόμενος — βακτηρεύω pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρεύειν — βακτηρεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρεύοντες — βακτηρεύω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτρεύω — και βακτηρεύω (Μ) [βάκτρον] στηρίζομαι σε ραβδί … Dictionary of Greek