δι-τονίζω

δι-τονίζω

δι-τονίζω, mit zwei verschiedenen Accenten aussprechen, ἡμῖν u. ἧμιν, Tricl. ad Soph. Ai. 733.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τονίζω — τονίζω, τόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τονίζω — ΝΜΑ [τόνος] βάζω τόνο σε μια συλλαβή νεοελλ. 1. μουσ. μελοποιώ 2. μτφ. α) εκφέρω κάτι έντονα («τόνισε τα τελευταία του λόγια») β) υποδεικνύω κάτι με έμφαση, εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι, υπογραμμίζω («τού τόνισα να είναι προσεκτικός») …   Dictionary of Greek

  • τονίζω — τόνισα, τονίστηκα, τονισμένος 1. βάζω τόνο σε συλλαβή. 2. λέω κάτι έντονα: Απάντησα, τονίζοντας τη λέξη, όχι! 3. μτφ., υποδεικνύω έντονα, υπογραμμίζω: Του τόνισα ότι θα τιμωρηθεί. 4. μελοποιώ: Ο Θεοδωράκης τόνισε ποιήματα του Σεφέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρατονίζω — τονίζω μια λέξη λανθασμένα, σε άλλη συλλαβή από εκείνην που πραγματικά τονίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράτονος. Το ρ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] …   Dictionary of Greek

  • επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …   Dictionary of Greek

  • προπερισπώ — προπερισπῶ, άω, ΝΑ γραμμ. τονίζω με περισπωμένη την παραλήγουσα λέξης νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) προπερισπώμενος, ένη, ο αυτός που παίρνει περισπωμένη στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη λέξη» λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα σε …   Dictionary of Greek

  • τονισμός — ο, Ν [τονίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονίζω 2. γραμμ. α) η έξαρση τής φωνής κατά την προφορά τής τονισμένης συλλαβής μιας λέξης β) το τονικό σύστημα μιας γλώσσας 3. μουσ. η ενέργεια και ο τρόπος με τον οποίο εκπέμπεται ένας φθόγγος 4 …   Dictionary of Greek

  • toană — TOÁNĂ1, toane, s.f. 1. Capriciu. ♢ loc. adj. Cu toane = capricios, răsfăţat. ♦ Criză, atac. ♢ expr. A i veni (cuiva) o toană (sau toanele) = a l apuca (pe cineva) năbădăile, furiile; a i veni (pe neaşteptate) cheful să facă ceva (neobişnuit).… …   Dicționar Român

  • αναζωγραφώ — ( έω) (Α ἀναζωγραφῶ) νεοελλ. ζωγραφίζω εκ νέου μια εικόνα ή τονίζω περισσότερο τα χρώματα της αρχ. 1. ζωγραφίζω, αναπαριστάνω, απεικονίζω 2. περιγράφω κάτι, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγραφῶ. ΠΑΡ. αναζωγράφηση ( ις) αρχ. ἀναζωγράφημα] …   Dictionary of Greek

  • βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… …   Dictionary of Greek

  • εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”