- δευτερο-στάτης
δευτερο-στάτης, ὁ, der als der Zweite, im zweiten Gliede steht, Themist. or. 13 p. 175 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δευτερο-στάτης, ὁ, der als der Zweite, im zweiten Gliede steht, Themist. or. 13 p. 175 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριτοστάτης — ὁ, θηλ. τριτοστάτις, ιδος, Α αυτός που κατέχει στον χορό την τρίτη θέση, με πρώτο τον κορυφαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. δευτερο στάτης] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
ηλιοστάτης — Βοηθητικό αστρονομικό όργανο, με σύστημα φακών που στρέφονται κατάλληλα και παρακολουθούν τον Ήλιο, έτσι ώστε οι ηλιακές ακτίνες να κατευθύνονται μόνιμα προς μία κατεύθυνση, ανεξάρτητα από την ορατή κίνηση του Ήλιου στη διάρκεια της ημέρας. Είναι … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek