δι-φυΐα

δι-φυΐα

δι-φυΐα, , zwiefache, Doppelnatur, Sp. – Spaltung, Theilung, Arist. part. anim. 3, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιλαροφυΐα — ἱλαροφυΐα, ἡ (Α) εύθυμη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + φυΐα (< φυής < φύος ή φυή), πρβλ. ιδιο φυΐα, μεγαλο φυΐα] …   Dictionary of Greek

  • οστεοφυΐα — η ανατ. η οστέωση ή οστεοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + φυΐα (< φυής < φύω, φύομαι), πρβλ. τριχο φυΐα. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • κεκυφυῖα — κεκῡφυῖα , κύπτω bend forward perf part act fem nom/voc sg κύπτω bend forward perf part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκυφυῖα — συγκεκῡφυῖα , συγκύπτω bend forwards perf part act fem nom/voc sg συγκύπτω bend forwards perf part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”