- διφθερίς
διφθερίς, ίδος, ἡ, = διφϑέρα c); Antiphil. 44 (IX, 546).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διφθερίς, ίδος, ἡ, = διφϑέρα c); Antiphil. 44 (IX, 546).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διφθερίς — διφθερίς, η (Α) η διφθέρα … Dictionary of Greek
διφθερίδες — διφθερίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… … Dictionary of Greek