- διφθερῖτις
διφθερῖτις, ιδος, ἡ, fem. zu διφϑερίας; γραῦς Poll. 4, 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διφθερῖτις, ιδος, ἡ, fem. zu διφϑερίας; γραῦς Poll. 4, 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διφθερῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθερίτιδα — Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο μικρόβιο της δ. ή του Löffler. Μεταδίδεται μέσω της αναπνευστικής, γαστρεντερικής οδού ή λύσης της συνέχειας του δέρματος, από πάσχοντες ή από υγιείς φορείς του μικροβίου και σπανιότερα από μολυσμένα… … Dictionary of Greek
дифтерит — народн. дифтерик (с вторичным ик). Из франц. diphtherite от лат. diphteritis, греч. διφθερῖτις : διφθέρα мех, кожа, шкура, пленка . Ср. дефтер … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… … Dictionary of Greek