- διφθέρινος
διφθέρινος, von Fellen, ledern; σχεδίαι Xen. An. 2, 4, 28; πλοῖα Strab. 3, 3, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διφθέρινος, von Fellen, ledern; σχεδίαι Xen. An. 2, 4, 28; πλοῖα Strab. 3, 3, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διφθέρινος — η, ο (Α διφθέρινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από διφθέρα, δερμάτινος … Dictionary of Greek
διφθέρινος — η, ο κατασκευασμένος από διφθέρα, δερμάτινος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διφθερίναις — διφθέρινος of tanned leather fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθερίνοις — διφθέρινος of tanned leather masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Патологическая анатомия бактериальных детских инфекций — Среди бактериальных детских инфекций особое значение имеют дифтерия, менингококковая инфекция, коклюш и скарлатина. Содержание 1 Дифтерия 1.1 Этиология 1.2 Эпидемиология … Википедия
διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… … Dictionary of Greek