- διχό-τομος
διχό-τομος, halbirt, getheilt; μυκτήρ Arist. H. A. 1, 11; σελήνη, Halbmond, Arist. probl. 15, 6; Plut. fac. in orb. lun. – Aber διχοτόμος, halbirend, Ammon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διχό-τομος, halbirt, getheilt; μυκτήρ Arist. H. A. 1, 11; σελήνη, Halbmond, Arist. probl. 15, 6; Plut. fac. in orb. lun. – Aber διχοτόμος, halbirend, Ammon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριχοτομώ — (I) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ διαιρώ σε τρία μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» + τομῶ (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ]. (II) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ αποκόπτω τις τρίχες, αποτριχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τομῶ (<… … Dictionary of Greek
σιμοτομώ — έω, Μ κόβω, αποκόπτω πλησίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμά «κοντά» + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ] … Dictionary of Greek
ωμοτομώ — έω, ΜΑ κόβω κάτι προτού ωριμάσει («ὠμοτομοῡμεν τὰ ἀποστήματα», Παυλ. Αιγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ] … Dictionary of Greek