- διχαστῆρες
διχαστῆρες, ὀδόντες, οἱ, Schneidezähne, Poll. 2, 91.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διχαστῆρες, ὀδόντες, οἱ, Schneidezähne, Poll. 2, 91.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διχαστήρ — διχαστήρ, ο (Α) [διχάζω] φρ. «διχαστῆρες ὀδόντες» οι κοπτήρες … Dictionary of Greek