- διχθάς
διχθάς, άδος, ἡ, fem. zum vorigen, Mus. 298.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διχθάς, άδος, ἡ, fem. zum vorigen, Mus. 298.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διχθάδιος — διχθάδιος, ία, ον (Α) [διχθάς] 1. διπλός, δύο ειδών 2. καθένας από τους δυο 3. δεύτερος 4. (το ουδ. πληθ. και η αιτ. θηλ. ως επίρρ.) διχθάδια, διχθαδίην σε δύο μέρη … Dictionary of Greek
διχθά — in twain indeclform (adverb) διχθάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)