- διωκτικός
διωκτικός, zum Verfolgen geeignet; καὶ ταχύς E. M. p. 468, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διωκτικός, zum Verfolgen geeignet; καὶ ταχύς E. M. p. 468, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διωκτικός — apt to pursue masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωκτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διώκτη ή στη δίωξη, ο κατάλληλος για δίωξη («διωκτικές αρχές») … Dictionary of Greek
διωκτικά — διωκτικός apt to pursue neut nom/voc/acc pl διωκτικά̱ , διωκτικός apt to pursue fem nom/voc/acc dual διωκτικά̱ , διωκτικός apt to pursue fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωκτικόν — διωκτικός apt to pursue masc acc sg διωκτικός apt to pursue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωκτική — διωκτικός apt to pursue fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωκτικήν — διωκτικός apt to pursue fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωκτικῶς — διωκτικός apt to pursue adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)