διωκτήρ

διωκτήρ

διωκτήρ, ῆρος, ὁ, der Verfolger, Babr. fab. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διωκτήρ — διωκτήρ, ο (Α) [διώκω] αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον …   Dictionary of Greek

  • διωκτῆρα — διωκτήρ pursuer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διῶκτα — διώκτης masc voc sg διώκτης masc nom sg (epic) διωκτήρ pursuer masc voc sg διωκτήρ pursuer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκτα — διώκτᾱ , διώκτης masc nom/voc/acc dual διώκτᾱ , διώκτης masc gen sg (doric aeolic) διώκτᾱ , διωκτήρ pursuer masc nom/voc/acc dual διώκτᾱ , διωκτήρ pursuer masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκτας — διώκτᾱς , διώκτης masc acc pl διώκτᾱς , διώκτης masc nom sg (epic doric aeolic) διώκτᾱς , διωκτήρ pursuer masc acc pl διώκτᾱς , διωκτήρ pursuer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια …   Dictionary of Greek

  • διωκτῶν — διώκτης masc gen pl διωκτήρ pursuer masc gen pl διωκτός driven into exile fem gen pl διωκτός driven into exile masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διῶκται — διώκτης masc nom/voc pl διωκτήρ pursuer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκταις — διώκτης masc dat pl διωκτήρ pursuer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκτην — διώκτης masc acc sg (attic epic ionic) διωκτήρ pursuer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκτης — masc nom sg διωκτήρ pursuer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”