δι-όπτης

δι-όπτης

δι-όπτης, , dasselbe; στρατιᾶς Eur. Rhes. 234; καὶ ἐρευνητής D. Cass. 78, 14. Bei Ar. Ach. 435 von Zeus, der alles durchschaut, aus Eur.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀπτῆς — ὀπτάω roast pres ind act 2nd sg (doric) ὀπτάω roast pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) ὀπτός roasted fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπτης — ὀπτάω roast pres ind act 2nd sg ὀπτάω roast imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • επόπτης — ο (θηλ. επόπτρια και επόπτις) (AM ἐπόπτης θηλ. Α ἐπόπτις Μ ἐπόπτρια) αυτός που εποπτεύει τη λειτουργία, τη διεξαγωγή, την τήρηση έργου, εργασίας κ.λπ. (α. «επόπτης εκπαιδεύσεως» β. «ἧς καὶ Ἀρχιμήδης ἧν ὁ γεωμέτρης ἐπόπτης [νεώς]», Αθήν.) αρχ. μσν …   Dictionary of Greek

  • θεόπτης — ο (AM θεόπτης) (για τους προφήτες Μωυσή και Ηλία) αυτός που είδε ή μπορεί να δει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όπτης [< όπωπa), πρβλ. επ όπτης, υπερ όπτης] …   Dictionary of Greek

  • ιερόπτης — ἱερόπτης, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί τη θυσία, που προφητεύει από τα εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + όπτης < θ. οπ (πρβλ. όπωπα), πρβλ. αυτ όπτης, υπερ όπτης] …   Dictionary of Greek

  • κατόπτης — ο (Α κατόπτης) αυτός που κατοπτεύει, ο παρατηρητής, ο κατάσκοπος αρχ. 1. εξερευνητής 2. αυτός που επιβλέπει, που διευθύνει («ὦ Ζεῡ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῆ», Αριστοφ.) 3. αυτόπτης («αὐτὸς κατόπτης δ εἴμ ἐγὼ τῶν πραγμάτων», Αισχύλ.) 4. στον πληθ …   Dictionary of Greek

  • λινόπτης — λινόπτης, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί τα δίχτια για να δει αν έχει συλληφθεί κάτι σε αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + όπτης (< θ. ὀπ τού ὄπωπα), πρβλ. επ όπτης, υπερ όπτης] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπτης — ὁ, Α αυτός που λειώνει σε καμίνι τον χαλκό, που κατεργάζεται τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + όπτης (< ὀπτῶ «ψήνω»), πρβλ. ἀρτ όπτης, γαστρ όπτης. Οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί αντί τών αναμενόμενων σε οπτήτης (< ὀπτῶ + κατάλ. της*) με… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”