- δι-όρνυμαι
δι-όρνυμαι (s. ὄρνυμι), hindurcheilen, δι' ὀρῶν Aesch. Suppl. 547.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-όρνυμαι (s. ὄρνυμι), hindurcheilen, δι' ὀρῶν Aesch. Suppl. 547.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄρνυμαι — ὄρνυμι ṛṇóti pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόρνυμαι — ἀπόρνυμαι (Α) [όρνυμαι] 1. σηκώνομαι και φεύγω 2. ξεκινώ από κάποιο μέρος … Dictionary of Greek
αυτώρης — αὐτώρης, ες (Α) αυτός που ενεργεί από δική του παρόρμηση, αυθαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + ώρης < όρνυμαι «ορμώ» (πρβλ. νεώρης)] … Dictionary of Greek
διόρνυμαι — (Α) [όρνυμαι] ορμώ ανάμεσα, διαβαίνω βιαστικά … Dictionary of Greek
θέορτος — θέορτος, ον (Α) αυτός που πηγάζει από τους θεούς, ο θεόσταλτος («θέορτος ὄλβος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + ορτος (< όρνυμαι «πηγάζω»), πρβλ. κονι ορτός, νέ ορτος] … Dictionary of Greek
κατωρίς — κατωρίς, ίδος, ἡ (Α) (στον δυϊκό) φρ. «κατωρίδε δύω» ταινίες κρεμασμένες από στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωρίς (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει. Πρβλ. και κατ ώρης] … Dictionary of Greek
κατώρης — κατώρης, ώρες (Α) 1. δ. γρφ. τού κατάρης* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κάτω ῥέπων». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ώρης (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), πρβλ. αυτ ώρης, νε ώρης. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
ούρος — (I) οὖρος, ὁ (Α) φύλακας, φρουρός, επόπτης («Νέστωρ οἷος ἔμιμνε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορώ]. (II) οὖρος, ὁ (Α) ούριος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖρος ανάγεται πιθ. σε *ὄρFος και συνδέεται με το ρ. ὄρνυμαι / ὀρούω. Στην… … Dictionary of Greek
παλινόρμενος — παλινόρμενος, ένη, ον (Α) αυτός που όρμησε προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ὄρμενος, μτχ. αορ. τοὐ ὄρνυμαι «ορμώ»] … Dictionary of Greek
συνόρνυμαι — Α ξεκινώ, αναχωρώ μαζί με άλλον («ἀφ Ἑλλάδος αἴας συνορμένοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄρνυμαι «ορμώ, ξεκινώ, ετοιμάζομαι να κάνω κάτι»] … Dictionary of Greek
υπερόρνυμαι — Α υψώνομαι πάνω από κάτι, επικρέμομαι («ἄτας ὑπερορνυμένας πόλει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὄρνυμαι «επιτίθεμαι, ορμώ»] … Dictionary of Greek