δι-όρᾱσις

δι-όρᾱσις

δι-όρᾱσις, , das Durchsehen, Eustath.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁράσις — ὁρά̱σῑς , ὅρασις seeing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρασις — ὅρᾱσις , ὅρασις seeing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁράσει — ὁρά̱σει , ὅρασις seeing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὁρά̱σεϊ , ὅρασις seeing fem dat sg (epic) ὁρά̱σει , ὅρασις seeing fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՏԵՍԻԼ — (սլեան, անց.) NBH 2 0868 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c գ. εἷδος species, forma ὅψις, ὄρασις aspectus, facies, visus ἱδέα idea. Տես. տեսակ. տեսութիւն. որպէս Երեւոյթ դիմաց. կերպարան. հայեցուած. երեսք. պատկեր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ὁράσεις — ὁρά̱σεις , ὅρασις seeing fem nom/voc pl (attic epic) ὁρά̱σεις , ὅρασις seeing fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • видение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. 1) (греч. ὅρασις), смотрение, зрение; 2) видимое зрелище; 3)… …   Словарь церковнославянского языка

  • видъ — ВИД|Ъ (131), А с. 1.Внешний вид, облик, наружность кого л., чего л.: Платонъци. б҃а и вещь и видъ. и миръ рожденъ и тьлѣньнъ соущь рекоша. д҃шю же неро||женоу и бесъмьртьноу. (εἶδος) КЕ XII, 250 251; вѣси ли прѣподобниче кто ѥсмь азъ. занѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διάδοχος — (5ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Φωτικής (451 458), παλαιάς πόλης της Ηπείρου, κοντά στη σημερινή Παραμυθιά. Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή βιβλίων. Το έργο του Κεφάλαια γνωστικά εκατόν επέδρασε πολύ στους μεταγενέστερους. Άλλα έργα του είναι: Όρασις και …   Dictionary of Greek

  • όραση — Η αίσθηση της αντίληψης του φωτός. Το σύστημα υποδοχής του ερεθίσματος (φως) εδρεύει στο μάτι, για την ακρίβεια στον αμφιβληστροειδή. Το μάτι στο σύνολό του συμπεριφέρεται σαν σκοτεινός θάλαμος φωτογραφικής μηχανής, σχηματίζοντας την εικόνα επάνω …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Κριτόδημος — (3ος ή 2ος αι. π.Χ.). Αστρολόγος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του, εκτός από το ότι έζησε στην Αλεξάνδρεια. Αναφέρεται ότι είχε γράψει το βιβλίο Όρασις, το περιεχόμενο του οποίου αφορούσε αστρολογικά προβλήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”