- βαγός
βαγός, u. ä., nach Hesych. lakon. für ἄγνυμι, ἀγός, cf. Inscr. 1 p. 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαγός, u. ä., nach Hesych. lakon. für ἄγνυμι, ἀγός, cf. Inscr. 1 p. 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάγος — (bagus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Ζουν σε πολλές χώρες του βόρειου γεωγραφικού πλάτους. Το σώμα τους είναι μικρό (3 5 χιλιοστά) και καμπύλο στη ράχη. Τα έλυτρα είναι συνενωμένα, ενώ τα πίσω φτερά είναι… … Dictionary of Greek
μουκηροβαγός — και μουκηρόβατος και μουκηρόβας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καρυοκατάκτης», καρυοθραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουκηροβαγός < μούκηρος «μαλακό καρύδι» + βαγος(< (F)ἄγος «κλάσμα, θραύσμα» < ἄγνυμι). Το β τού βαγος πιστοποιεί την ύπαρξη F (δίγαμμα)… … Dictionary of Greek