δι-όστεος

δι-όστεος

δι-όστεος, zweiknochig, Arist. H. A. 1, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονόστεος — η, ο (Α μονόστεος, ον και μονόοτους, ουν) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο οστό, μονοκόκαλος («οἱ δὲ λύκοι καὶ λέοντες μονόστουν τὸν αυχένα ἔχουσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + οστεος (< ὀστοῦν), πρβλ. πολυ όστεος …   Dictionary of Greek

  • πολυόστεος — ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που έχει πολλά οστά 2. (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς σπόρους 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόστεον η επάνω επιφάνεια τού ποδιού από τα δάχτυλα ώς τη συναρμογή των αστραγάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + όστεος (< ὀστοῦν / …   Dictionary of Greek

  • Dunkleosteus — Temporal range: Late Devonian, 380–360 Ma …   Wikipedia

  • Dunkleosteus — Schädel von Dunkleosteus im Queensland Museum Zeitraum Oberdevon (Famennium) 380 bis 360 Mio. Jahre Fundorte …   Deutsch Wikipedia

  • περιόστεος — ο(ν), ΝΑ αυτός που βρίσκεται γύρω από τα οστά («περιόστεος ὑμήν», Γαλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιόστεο ανατ. ειδικός συνδετικός ιστός που καλύπτει τις επιφάνειες τών οστών και αποτελείται από δύο στιβάδες, μιαν εξωτερική ινώδη και μιαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”