- διό-βλητος
διό-βλητος, ὁ, dasselbe, Ael. H. A. 6, 62 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διό-βλητος, ὁ, dasselbe, Ael. H. A. 6, 62 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διόβλητος — διόβλητος, ον και διοβλής, ( ῆτος), ο, η (AM) ο χτυπημένος από τον Δία, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + βλητος < βάλλω] … Dictionary of Greek