- διό-βολος
διό-βολος, dasselbe; κτύπος, Donner, Soph. O. C. 1463; πλᾶκτρον πυρός Eur. Alc. 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διό-βολος, dasselbe; κτύπος, Donner, Soph. O. C. 1463; πλᾶκτρον πυρός Eur. Alc. 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διόβολος — διόβολος, ον (Α) (για κεραυνό) ριγμένος από τον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek