- δεύσιμος
δεύσιμος, bewässert, τόπος Schol. Il. 12, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεύσιμος, bewässert, τόπος Schol. Il. 12, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεύσιμος — η, ο (AM δεύσιμος, ον) [δεύω (Ι)] νεοελλ. αυτός που μπορεί να δεχθεί βαφή με ανεξίτηλο χρώμα αρχ. μσν. κατάλληλος για άρδευση … Dictionary of Greek