- δια-πύω
δια-πύω, zum Eltern bringen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-πύω, zum Eltern bringen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πύηση — η / πύησις, ήσεως, ΝΑ σχηματισμός πύου, διαπύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυῶ, μτγν. τ. τών συνθ. δια πύησις, ἐμ πύησις, κ.λπ.] … Dictionary of Greek