- δια-πατέω
δια-πατέω, durchtreten, τὴν χιόνα Pol. 3, 55, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-πατέω, durchtreten, τὴν χιόνα Pol. 3, 55, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαπεπάτηκε — διά πατέω eat perf imperat act 2nd sg διά πατέω eat perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπατημένων — διαπεπᾱτημένων , διά , ἀπό , ἐπί ἀτάομαι suffer perf part pass fem gen pl διαπεπᾱτημένων , διά , ἀπό , ἐπί ἀτάομαι suffer perf part pass masc/neut gen pl διαπεπᾱτημένων , διά , ἀπό , ἐπί ἀτάομαι suffer pres part pass fem gen pl διαπεπᾱτημένων … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκπατῆσαι — διά , ἐκ πατέω eat aor inf act διά ἐκπατέω withdraw from society aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)