- δια-παφλάζω
δια-παφλάζω, aufbrausen, χόλος, Nonn. D. 31, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-παφλάζω, aufbrausen, χόλος, Nonn. D. 31, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διεπάφλασεν — διά παφλάζω boil aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέδα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη της Αρκαδίας και κόρη του Ωκεανού, από την οποία, σύμφωνα με την παράδοση πήρε την ονομασία του ο ομώνυμος ποταμός της Πελοποννήσου. Η N., μαζί με άλλες νύμφες, είχε παραλάβει τον Δία από τη Ρέα και τον είχε αναθρέψει … Dictionary of Greek