δια-πείρω

δια-πείρω

δια-πείρω, durchbohren; als tmesis rechnen Einige hierher Il. 16, 405 διὰ δ' αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων; σφυρῶν κέντρα διαπείρας μέσον Eur. Phoen. 26; τὴν γλῶτταν βελόναις Plut. Artax. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πείρω — Α 1. (κυρίως σχετικά με κρέας που ετοιμάζεται για ψήσιμο) τρυπώ κάτι από τη μια ώς την άλλη άκρη, τρυπώ πέρα πέρα, διατρυπώ («κρέατ ὤπτων, ἄλλα τ ἔπειρον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κρέατα στη σούβλα, σουβλίζω 3. φρ. α) «πείρω τινὰ διά τίνος» τρυπώ διά… …   Dictionary of Greek

  • διαμπερές — επίρρ. και διαμπερῶς και διαμπερέως (Α) 1. από τη μια άκρη ώς την άλλη 2. (για χρόνο) αιωνίως. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική λ. με τοπική και χρονική χρήση, σύνθετη από διά + αμπείρω (< ανά + πείρω) με το επίθημα των επιθέτων σε * ς , ενώ το ρήμα… …   Dictionary of Greek

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • CERVUS — I. CERVUS Hebr. Gap desc: Hebrew αἰὰλ, vulgarinomine; Graecis ἔλαφος; quae ambo saepe in feminino etiam de cervo mare occurrunt. Ut cum dicit hilosophus in Mirabil. Τὰς εν Η᾿πείρῳ ἐλάφους κατορύττειν τὸ δεξιὸν κερας; in cervino enim genere soli… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταπείρω — (AM) 1. διατρυπώ, «σουβλίζω» κάποιον 2. μέσ. περνώ διά μέσου κάποιου, εισδύω βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πείρω «εισδύω, τρυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • πέρα — ΝΑ επίρρ. 1. τοπ. επέκεινα κάποιου τοπικού ορίου, πιο μακριά από κάτι (α. «μένω πέρα από το ποτάμι» β. «Ἀτλαντικών πέρα φεύγειν ὅρών», Ευρ.) 2. χρον. α) επέκεινα κάποιου χρονικού ορίου, για περισσότερο καιρό («οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν», Ξεν.) β)… …   Dictionary of Greek

  • πέρνημι — Α 1. (σχετικά με αιχμαλώτους ή εμπορεύματα) βγάζω από τη χώρα για να πουλήσω αλλού (α. «σέ γε... νηυσὶν λάβον ἠδ ἐπέρασσαν τοῡδ ἀνδρὸς πρὸς δώματα», Ομ. Ιλ. β. «τοῑς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ εἶδον», Ευρ.) 2. πουλώ, εμπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • πόρω — Α 1. παρέχω, προσφέρω, δίνω (α. «ἣν διὰ μαντοσύνην τὴν οἱ πόρε Φοῑβος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ἀμέτρητον πένθος πόρε δαίμων», Ομ. Οδ.) 2. πορεύω, οδηγώ, φέρνω κάποιον κάπου («εἴ τις... δεῡρο Θησέα πόροι», Σοφ.) 3. φρ. α) «υἱov πορεῑν… …   Dictionary of Greek

  • προδιεσπάρησαν — πρό , διά , εἰσ πείρω pierce aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) πρό διασπείρω scatter aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”