δια-πλάσσω

δια-πλάσσω

δια-πλάσσω (s. πλάσσω), durch-, ausbilden, gestalten; μῠϑος διαπλασϑεὶς τέτταρσι προςώποις Crinag. 47 (IX, 542); vgl. Diosc. 1 (XII, 37); διαγράψωμεν τῷ λόγῳ καὶ διαπλάσωμεν Ael. V. H. 3, 1; – bestreichen, πηλῷ, Theophr. – Bei Aerzten, wieder einrichten, einrenken.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”