- δια-πλώω
δια-πλώω, p. = διαπλέω; ᾶλὸς κέλευϑα Ap. Rh. 2, 629; πτερύγεσσι Nic. Al. 571; auch βίον, Antp. Sid. 72 (VII, 23).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-πλώω, p. = διαπλέω; ᾶλὸς κέλευϑα Ap. Rh. 2, 629; πτερύγεσσι Nic. Al. 571; auch βίον, Antp. Sid. 72 (VII, 23).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek
πλωΐζω — ΜΑ 1. πλέω 2. ταξιδεύω διά θαλάσσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω τού πλώω* «πλέω» + κατάλ. ίζω (πρβλ. πλοΐζω). Ο μυκην. τ. porowito, αν αποδίδει τη λ. *πλωFιστος, έχει παραχθεί από το ρ. πλωΐζω και δήλωνε έναν μήνα τού χρόνου κατάλληλο για απόπλου] … Dictionary of Greek