- δια-πήγνῡμι
δια-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), dazwischen befestigen, einfugen, übh. zusammenfügen, σχεδίας, Luc. D. Mort. 12. 5, im med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), dazwischen befestigen, einfugen, übh. zusammenfügen, σχεδίας, Luc. D. Mort. 12. 5, im med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… … Dictionary of Greek
διαμπάξ — (Α) 1. πέρα ώς πέρα, από τη μια ώς την άλλη πλευρά ή άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ανά + πάξ που μαρτυρείται στο ά παξ* (πρβλ. πήγνυμι, αλλά και διαμπερές)] … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
προσπήγνυμι — ΜΑ καρφώνω στον σταυρό, σταυρώνω («τοῡτον... διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε», ΚΔ) αρχ. στερεώνω, μπήγω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek