δι-αρκής

δι-αρκής

δι-αρκής, ές, hinreichend; χώρα, Thuc. 1, 15; χρήματα καὶ σῖτος, 6, 90, u. Sp.; εἴς τι, Plut. Fab. Max. 11; πρός τι, Dion. Hal. 4, 23; auch = anhaltend, ὑετοί, Plut. – Adv., διαρκῶς; superl., διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ γῆρας Xen. Mem. 2, 8, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἄρκης — Ἄρκας masc nom sg (doric aeolic) Ἄρκη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρκης — ἄρκη arca fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱ρκης , ἀρκέω ward off imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρκέω ward off imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδάρκης — ες και ποδαρκής, ές Α 1. αυτός που σπεύδει τρέχοντας να βοηθήσει, ο γρήγορος στα πόδια («ποδάρκης οἷος Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για φάρμακο) κατάλληλο για τη θεραπεία τής ποδάγρας 3. φρ. α) «ποδαρκής δρόμος» αγώνας δρόμου ταχύτητας β) «ποδαρκέων …   Dictionary of Greek

  • ζωαρκής — ές (AM ζωαρκής, ές) 1. επαρκής στη ζωή, αυτός που βοηθεί στη διατήρηση τής ζωής, αυτός που αναφέρεται στη ζωάρκεια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζωαρκῆ η ζωάρκεια, τα χρήσιμα ή απαραίτητα για τη συντήρηση τής ζωής, τα επαρκή για τη ζωή μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • καταρκής — καταρκής, ες (Α) υπεραρκετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αρκής (< ἄρκος, τὸ «η άμυνα»), πρβλ. δı αρκής, επ αρκής] …   Dictionary of Greek

  • ξεναρκής — ξεναρκής, ές (Α) αυτός που βοηθά τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζω αρκής, ποδ αρκής] …   Dictionary of Greek

  • εξαρκής — ἐξαρκής, ές (Α) 1. ικανός, αρκετός, επαρκής («πλοῡτος ἐξαρκής δόμοις», Αισχύλ.) 2. φρ. «ἐξαρκὲς τίθημί τι» βάζω σε τάξη κάτι, ρυθμίζω, τακτοποιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αρκής, πρβλ. επ αρκής (< άρκος)] …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρκής — ές (Α ὀλιγαρκής, ές) αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές η ολιγάρκεια. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • πανταρκής — ές, Α 1. αυτός που κυριαρχεί σε όλους, πανίσχυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. ολιγ αρκής] …   Dictionary of Greek

  • πολυαρκής — ές, Α 1. αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο επαρκής για πολλούς ή ο πολύ επαρκής ή ο πολύ επαρκής («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο πολυαρκής άλλη ονομασία τού φυτού ασφόδελος 3. το ουδ. ως ουσ. τό… …   Dictionary of Greek

  • σιτάρκης — ίταρκες, Ν (για χώρα ή περιοχή) επαρκής σε σίτο, αυτός που έχει αρκετές ποσότητες δημητριακών για την διατροφή τών κατοίκων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + άρκης (< αρκώ), πρβλ. αυτ άρκης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”