μακαρίτης

μακαρίτης

μακαρίτης, , der Selige, d. i. der Verstorbene, Aesch. Pers. 625; aber nur von kürzlich Verstorbenen, Bentl. Phalar. p. 9; Theocr. 2, 70 u. bes. bei Sp., wie Luc., ὁ μακαρίτης σου πατήρ, D. Mer. 6, u. K. S., vgl. noch Ath. III, 113 e, μακαρίους οὖν αὐτούς, μᾶλλον δὲ μακαρίτας εἶναί φημι, wo es offenbar eine Steigerung, glücklich, selig ist. – Adj., = μακάριος, z. B. βίος, Ar. Plut. 555 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μακαρίτης — ο, θηλ. μακαρίτισσα (AM μακαρίτης, θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας) 1. αυτός που βρήκε τη μακαριότητα με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα τής ζωής 2. μακάριος, ευτυχής νεοελλ. παροιμ. «στις εννιά τού μακαρίτη μπήκε… …   Dictionary of Greek

  • μακαρίτης — μακαρί̱της , μακαρίτης one blessed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρίτης — ο θηλ. ισσα ουδ. ικο ο νεκρός, αυτός που απαλλάχτηκε από τα βάσανα της ζωής κι έγινε μακάριος: Κληρονόμησα το θείο μου το μακαρίτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακαρῖται — μακαρίτης one blessed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμοιρίτης — εὐμοιρίτης, ὁ (Α) επιγρ. (για νεκρούς) μακαρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμοιρ ος + κατάλ. ιτης, κατ ευφημισμό (πρβλ. μακαρίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ζαμερίτας — ζαμερίτας, ὁ (Α) (δωρ. λ.), βλ. μακαρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. για το μακαρίτης*] …   Dictionary of Greek

  • μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • μαγαρίτης — ο (Μ μαγαρίτης) 1. αυτός που απαρνείται τον χριστιανισμό και ασπάζεται τον ισλαμισμό, αρνησίθρησκος, εξωμότης 2. (σκωπτικά και υβριστικά) μακαρίτης μσν. μιαρός, μολυσμένος, μαγαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαρίζω + κατάλ. ίτης ή, κατ άλλη άποψη, από …   Dictionary of Greek

  • τρισμακαρίτης — ὁ, Α ειρων. (για τον Πυθαγόρα, με λογοπαίγνιο αντί τρισμάκαρ*) τρεις φορές μακαρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μακαρίτης] …   Dictionary of Greek

  • μακαρίτας — μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc acc pl μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Герой — (Heros). Греки разумели под названием Г. богатырей древнейшего, доисторического времени: это идеальные изображения человеческой силы и богатырского духа, посредники между народом и его богами, благодетели греческого народа, основатели греческих… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”