- μακαρῖτις
μακαρῖτις, ιδος, ἡ, tem. zum Vorigen; Theocr. 2, 70; γυνή, Luc. Philops. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακαρῖτις, ιδος, ἡ, tem. zum Vorigen; Theocr. 2, 70; γυνή, Luc. Philops. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακαρῖτις — one blessed fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρῖτιν — μακαρῖτις one blessed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτης — ο, θηλ. μακαρίτισσα (AM μακαρίτης, θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας) 1. αυτός που βρήκε τη μακαριότητα με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα τής ζωής 2. μακάριος, ευτυχής νεοελλ. παροιμ. «στις εννιά τού μακαρίτη μπήκε… … Dictionary of Greek
μακαρίτισσα — η (AM μακαρῑτις, ίτιδος) βλ. μακαρίτης … Dictionary of Greek
μακαρίτιδος — μακαρί̱τιδος , μακαρῖτις one blessed fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)