- δια-σποράδην
δια-σποράδην, zerstreut, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-σποράδην, zerstreut, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… … Dictionary of Greek