- δια-σποδέω
δια-σποδέω, beschlafen, Ar. Eccl. 939, VLL. διασείειν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-σποδέω, beschlafen, Ar. Eccl. 939, VLL. διασείειν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διεσποδηκώς — διά σποδέω pound perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσποδημένη — διά σποδέω pound perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσποδήσατε — διά σποδέω pound aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσποδήσατο — διά σποδέω pound aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)