- δια-στροβέω
δια-στροβέω, durchwirbeln, ϑύννος βολαῖος πέλαγος ὡς διαστροβεῖ p. bei Plut. Luc. 1; vgl. Alciphr, 3, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-στροβέω, durchwirbeln, ϑύννος βολαῖος πέλαγος ὡς διαστροβεῖ p. bei Plut. Luc. 1; vgl. Alciphr, 3, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διεστροβεῖτο — διά στροβέω twirl imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεστρόβει — διά στροβέω twirl imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)