- διαστική
διαστική, sc. τέχνη, die Webekunst, Theodos. Gramm. p. 53, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαστική, sc. τέχνη, die Webekunst, Theodos. Gramm. p. 53, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαστικός — ή, ό (AM διαστικός, ή, όν) [διάζομαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάσιμο ή στην υφαντική νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διαστικά η αμοιβή για το διάσιμο*, η πληρωμή τής διάστρας* αρχ. το θηλ. ως ουσ. η διαστική η υφαντική … Dictionary of Greek