- δια-σταθμάομαι
δια-σταθμάομαι, zumessen, anordnen; βίοτον ἐκ πεφυρμένου καὶ ϑηριώδους Eur. Suppl. 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-σταθμάομαι, zumessen, anordnen; βίοτον ἐκ πεφυρμένου καὶ ϑηριώδους Eur. Suppl. 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.