- δια-στηρίζω
δια-στηρίζω (s. στηρίζω), fest stützen, Hippocr. u. sp. D., wie Phil. 9 (VI, 203).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-στηρίζω (s. στηρίζω), fest stützen, Hippocr. u. sp. D., wie Phil. 9 (VI, 203).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 … Dictionary of Greek