- δια-συρίζω
δια-συρίζω (s. συρίζωἱ, durchzischen, durcheinanderzischen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-συρίζω (s. συρίζωἱ, durchzischen, durcheinanderzischen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διεσυρίττετο — διεσῡρίττετο , διά συρίζω Bis Acc. imperf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσύριζεν — διεσύ̱ριζεν , διά συρίζω Bis Acc. imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσύριττε — διεσύ̱ριττε , διά συρίζω Bis Acc. imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιώ — (I) άω, Α [φῡσα] 1. αναπνέω έντονα και με δυσκολία, ασθμαίνω 2. συρίζω («φυσιόωσα ἔχις», Οππ.) 3. μτφ. αλαζονεύομαι, επαίρομαι. (II) όω, Α [φύσις] κάνω κάποιον να αντιμετωπίζει κάτι με φυσικό τρόπο («διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς… … Dictionary of Greek