- δι-α-σφαλίζομαι
δι-α-σφαλίζομαι, 1) = simpl., Pol. 5, 69, 2. – 2) dazwischen befestigen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-α-σφαλίζομαι, 1) = simpl., Pol. 5, 69, 2. – 2) dazwischen befestigen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφαλίζομαι — 1 σφαλίστηκα, σφαλισμένος βλ. πίν. 34 2 σφαλίχτηκα, σφαλιγμένος βλ. πίν. 24 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής