- δια-σκαίρω
δια-σκαίρω, durchhüpfen, ὑγρὰ κέλευϑα, von Fischen, Ap. Rh. 1, 574.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-σκαίρω, durchhüpfen, ὑγρὰ κέλευϑα, von Fischen, Ap. Rh. 1, 574.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διασκαίροντες — διά σκαίρω skip pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσκαρθμος — ον, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος 2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος»,… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek