- δια-σκοπιάομαι
δια-σκοπιάομαι, ringsum ausspähen, auskundschaften; Il. 10, 388 ἦ σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσϑαι ἕκαστα | νῆας ἔπι γλαφυράς; 17, 252 ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσϑαι ἕκαστον | ἡγεμόνων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-σκοπιάομαι, ringsum ausspähen, auskundschaften; Il. 10, 388 ἦ σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσϑαι ἕκαστα | νῆας ἔπι γλαφυράς; 17, 252 ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσϑαι ἕκαστον | ἡγεμόνων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.